- δίστρατο
- τοσημείο στο οποίο διχάζεται ένας δρόμος ή στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι, σταυροδρόμι: Τα δύο αυτοκίνητα τρακάρισαν στο δίστρατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.